τραπεζικός

τραπεζικός
η , ό[ν] см. τραπεζιτικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τραπεζικός" в других словарях:

  • τραπεζικός — ή, ό, το θηλ. ως ουσ. και τραπεζικός, η, Ν 1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τράπεζα ή στη λειτουργία ενός τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος (α. «τραπεζικός υπάλληλος» ο υπάλληλος που εργάζεται σε τράπεζα β. «τραπεζικό… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με την τράπεζα: Τραπεζικό γραμμάτιο. 2. το αρσ. ως ουσ., τραπεζικός ο υπάλληλος της τράπεζας: Απεργία τραπεζικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Νικηφόρου, Τόλης — (Θεσσαλονίκη 1938 –). Τραπεζικός υπάλληλος, σύμβουλος επιχειρήσεων και λογοτέχνης. Σπούδασε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ανατόλια και στο Πανεπιστήμιο Lasalle Extension του Σικάγου (Διοίκηση Επιχειρήσεων). Σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος,… …   Dictionary of Greek

  • Σκουζές — Επώνυμο παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, η οποία αναφέρεται στα επίσημα έγγραφα των αρχών του Που αι. Σπουδαιότερα μέλη της ήταν οι επόμενοι: 1. Νικόλαος (1640 1710). Έδρασε στους μεταξύ Τούρκων και Βενετών αγώνες, μαζί με τον Άργυρο Βεναλδή.… …   Dictionary of Greek

  • ακάλυπτος — η, ο (Α ἀκάλυπτος, ον) [καλυπτός] 1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος «πηγάδι ακάλυπτο» 2. γυμνός «σώμα ακάλυπτο», «μέλη τού σώματος ακάλυπτα» 3. ασκεπής, ξεσκούφωτος 4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός 5. (χώρος) που μένει… …   Dictionary of Greek

  • πάρι — το (άκλιτο) 1. άρτιο 2. φρ. «αλ πάρι» α) διεθνής χρηματιστηριακός όρος με τον οποίο δηλώνεται ότι η τρέχουσα τιμή είδους είναι ίση με την τιμή κόστους ή ότι η τρέχουσα τιμή αξίας είναι ίση με την ονομαστική β) τραπεζικός όρος ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιτικός — ή, ό / τραπεζιτικός, ή, ον, ΝΑ [τραπεζίτης] τραπεζικός (α. «τραπεζιτική επιταγή» β. «Τραπεζιτικός τοῦ Ἰσοκράτους» τίτλος τού 17ου λόγου τού Ισοκράτους γ. «ἡ τραπεζιτική στοά» το περιστύλιο τών τραπεζιτών) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζιτικόν.… …   Dictionary of Greek

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

  • υπάλληλος — η, ο / ὑπάλληλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος») 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»